- ἐννεάκλινοι
- ἐννεάκλινοςwith nine dining-couchesmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εννεάκλινος — ἐννεάκλινος, ον (Α) αυτός που έχει εννέα ανάκλιντρα ή κλίνες τού δείπνου («καὶ ἐννεάκλινοι οἶκοι ἦσαν παρὰ τοῑς παλαιοῑς», Φρύν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + κλίνη] … Dictionary of Greek